φοινικίδιον

φοινικίδιον
φοινῑκ-ίδιον, τό, Dim. of Φοῖνιξ,
A young or little Phoenician, D.L.7.3.
II ornament in shape of palm, κόσμος or

ὅρμος χρυσοῦς ἐπί φοινικιδίου Ἐριφύλης Inscr.Délos399

B 139, 407.10 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φοινικίδιον — young neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινικίδιον — τὸ, Α νεαρός ή μικρόσωμος κάτοικος τής Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῑνιξ, οίνικος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. Σωκρατ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικίδιον — τὸ, Α κόσμημα με σχήμα παρόμοιο με το σχήμα τού καρπού τής χουρμαδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σωλην ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”